Protothema.gr

29.12.14 | Press

Κάποιοι μπορεί να τους έμαθαν πρόσφατα, από τους τίτλους αρχής στο «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα» και στο «Κάτω Παρτάλι». Οι περισσότεροι, όμως, συμφωνούν πως οι Imam Baildi με τα «πειράγματά» τους σε παλιά τραγούδια αλλά και με τις δικές τους καινούριες συνθέσεις είναι ό,τι πιο φρέσκο και ελπιδοφόρο διαθέτει αυτή τη στιγμή η ελληνική δισκογραφία

Μέχρι το 2007 το ιμάμ μπαϊλντί παρέπεμπε στο γνωστό πιάτο της τουρκικής κουζίνας με βασικό συστατικό τις μελιτζάνες. Από το 2007, όμως, και κυρίως τα τελευταία 2-3 χρόνια Imam Baildi σημαίνει επίσης «Ακρογιαλιές δειλινά», «Το δικό σου το μαράζι», «Πόσο λυπάμαι», «Αργοσβήνεις μόνη», «Οσο με μαλώνεις», «Σημείωμα», ήχοι και στίχοι που παραπέμπουν σε μια άλλη εποχή, ιδωμένοι όμως με σύγχρονη, ολόφρεσκη ματιά. Σαν καινούριοι. Είναι οι μουσικοί που με μια ιδιόρρυθμη τρέλα ισορροπούν εξαιρετικά, με ιδιαίτερη τεχνική, μεταξύ των παλιών τραγουδιών που επιλέγουν να «πειράξουν» και των σύγχρονων ενορχηστρώσεων. Και δείχνουν να τα καταφέρνουν εκπληκτικά αν κρίνει κανείς από τις εμφανίσεις τους σε κατάμεστους χώρους και το ολοένα αυξανόμενο κοινό που τους ακολουθεί πιστά, αφού ξέρει πως με αυτή την μπάντα θα περάσει καλά, χωρίς να προσβληθεί ούτε η ακουστική του, ούτε τα ίδια τα τραγούδια που τόσο καίρια μιξάρουν. «Την ιδέα την πήραμε από το εξωτερικό», ξεκινούν να μου λένε οι leaders και εμπνευστές του συγκροτήματος, τα αδέλφια Ορέστης και Λύσανδρος Φαληρέας. «Τη δεκαετία του ’90 υπήρχαν διάφοροι παραγωγοί που άρχισαν να σαμπλάρουν ο καθένας τραγούδια της δικής του μουσικής κουλτούρας. Το sampling είναι η διαδικασία τού να παίρνεις παλιές ηχογραφήσεις, να απομονώνεις μικρά αποσπάσματα και να τα χρησιμοποιείς ξανά με τη δική σου ενορχήστρωση και παραγωγή. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, πώς θα ήταν αν κάναμε το ίδιο με παλιά ελληνικά κομμάτια».
Το πρώτο τραγούδι που «πείραξαν» θυμούνται πως ήταν το «Ντυμένη σαν αρχόντισσα», γύρω στο 2000. Μεταξύ του 2000 και του 2003 είχαν ήδη ετοιμάσει επίσης το «Δεν θέλω πια» και το «Η ζωή μας είναι λίγη».

Και τα τρία αυτά τραγούδια τα έστειλαν μέσω ενός φίλου τους στην EMI, άρεσαν πολύ στην εταιρεία και το 2007 κυκλοφόρησε το πρώτο τους CD. «Οταν βγήκε ο δίσκος, δεν περιμέναμε καν ότι θα φτιάξουμε μπάντα!», μου εξηγούν ο Ορέστης και ο Λύσανδρος. «Ολη τη δουλειά στο στούντιο την κάναμε οι δυο μας, οπότε δεν είχαμε σκεφτεί με ποιον τρόπο θα παίζαμε live. Με τον καιρό καταλήξαμε στην μπάντα που έχουμε τώρα».
Δηλαδή στους Γιάννη Δίσκο στο κλαρίνο και το σαξόφωνο, Περικλή Αλιώπη στην τρομπέτα, Λάμπη Κουντουρόγιαννη και Στέλιο Προβή στην ηλεκτρική κιθάρα, Αλέξη Αραπατσάκο στο μπουζούκι, Ρένα Μόρφη στο τραγούδι και τον MC Yinka.

Θυμούνται, μάλιστα, ότι στον πρώτο τους δίσκο είχαν μεγάλη αγωνία για την αντίδραση του κόσμου, κυρίως μήπως θεωρηθεί το μιξάρισμα του Τσιτσάνη ή του Ζαμπέτα ιεροσυλία. «Τελικά δεν συνέβη παρά μόνο μεμονωμένα», μου λένε. «Κάποιοι από τους κληρονόμους των συνθετών στην αρχή ήταν αρνητικοί, δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί μπαίναμε σε αυτή τη διαδικασία. Οταν τους γνωρίσαμε, τους εξηγήσαμε τι προσπαθούμε να κάνουμε και σε κάποιες περιπτώσεις κάναμε και αλλαγές με βάση όσα μας πρότειναν. Τελικά, συμφώνησαν και νιώσαμε κι εμείς ότι κερδίσαμε από αυτή τη συνεύρεση. Καταλαβαίνουμε πως είναι μεγάλη η ευθύνη εκείνων που έχουν να διαχειριστούν το έργο ενός μεγάλου συνθέτη ή στιχουργού, καθώς προσπαθούν να φανταστούν τι θα έλεγε ο ίδιος ο συγγενής δημιουργός τους αν άκουγε αυτό που φτιάξαμε. Κάποιοι από αυτούς είναι πιο δεκτικοί, άλλοι είναι πιο επιφυλακτικοί. Και είναι λογικό».

Στο άκουσμα του ονόματος της μπάντας κάποιοι συνεχίζουν να ξαφνιάζονται. Αλλοι χαμογελούν ευχάριστα. Κι αυτό είναι άλλο ένα «παιχνίδι» τους, ένα πείραγμα, ένα αθώο κλείσιμο ματιού. «Και πριν από τους Ιmam Βaildi, όταν κάναμε και πάλι διάφορες μουσικές, το είχαμε ως συνήθεια να βάζουμε για τίτλους ονόματα φαγητών αντί για στίχους», μου λένε τα αδέλφια Φαληρέα. «Από την άλλη, ο τρόπος που δουλεύουμε συνδυάζει διαφορετικά πράγματα, τα οποία δεν έχουν απαραίτητα σχέση μεταξύ τους, όπως είναι και το συγκεκριμένο φαγητό. Είναι όπως όταν μαγειρεύεις μια καινούρια συνταγή!», καταλήγουν.

Οικογενειακό DNA

Ο Ορέστης και ο Λύσανδρος μεγάλωσαν στην Αθήνα, πατέρας τους είναι ο Γρηγόρης Φαληρέας και θείος τους ο Τάσος Φαληρέας, ιδιοκτήτες του θρυλικού δισκάδικου «Pop Eleven» και δύο από τους πιο σημαντικούς ανεξάρτητους παραγωγούς της ελληνικής δισκογραφίας. Οι σπουδές που επέλεξαν, πάντως, δεν είχαν καμία σχέση με αυτό που αγαπούν σήμερα, αφού ο Ορέστης σπούδασε ηλεκτρονικός μηχανικός και ο Λύσανδρος Πολιτικές Επιστήμες. «Οταν ήμαστε μικροί, ακούγαμε αυτά που άκουγαν όλα τα παιδιά: ξένη μουσική, ροκ, ηλεκτρονική μουσική, τζαζ, hip hop. Θυμόμαστε τον πατέρα μας να μας βάζει να ακούσουμε τις παραγωγές που έκανε με ρεμπέτικα προτού κυκλοφορήσουν και μέσα από αυτή τη διαδικασία είχαμε ήδη αποκτήσει οικειότητα και γνώση του ρεπερτορίου. Ολο αυτό μας πρόσφερε ένα κριτήριο ώστε να διαλέγουμε τι μας αρέσει, ίσως και την αισθητική που λειτούργησε σε μας υποσυνείδητα».

Τους ρωτάω πόσο ενδιαφέρον μπορεί να έχουν για έναν 32χρονο, τον Λύσανδρο, και για έναν 36χρονο, τον Ορέστη, ο Τώνης Μαρούδας, ο Γιώργος Μητσάκης ή η Σοφία Βέμπο. Χαμογελούν. «Ο παλιός ήχος είναι ένα δημιουργικό έναυσμα για μας. Συχνά ακούμε ένα παλιό κομμάτι και σκεφτόμαστε “αυτό θα μπορούσε να γίνει έτσι ή αλλιώς”. Αλλά και όταν γράφουμε καινούρια κομμάτια, προσπαθούμε να τους δώσουμε ένα παλιό χρώμα, μία πατίνα. Αν και σαν παιδιά ακούγαμε σχεδόν αποκλειστικά ξένη μουσική, με το που τελειώσαμε το σχολείο και μπήκαμε στη φοιτητική ζωή αρχίσαμε να ακούμε αρκετά ρεμπέτικα, αλλά και γενικότερα να έχουμε ακούσματα από όλη αυτή τη μουσική. Και μας συγκινούσε πολύ», λένε.

Τους επισημαίνω πως το γεγονός ότι αυτοί, η ψυχή της μπάντας, είναι αδέλφια ίσως τελικά να βοηθάει. Κυρίως για να αποφευχθεί η κατάρα των συγκροτημάτων που τα θέλει έπειτα από κάποια χρόνια να διαλύονται. «Είναι σημαντικός παράγοντας η εμπιστοσύνη που έχουμε μεταξύ μας», μου εξηγούν. «Φυσικά διαφορές και διαφωνίες έχουμε συχνά. Με τον καιρό, όμως, έχουμε μάθει πότε έχει δίκιο ο ένας και πότε ο άλλος, ανάλογα με το ποια πτυχή ενός κομματιού είναι το αντικείμενο της διαφωνίας», λένε και συνεχίζουν: «Πάντως, είτε κάνουμε ένα δικό μας κομμάτι είτε remix ενός παλιού, πάνω κάτω η διαδικασία είναι η ίδια. Γιατί ο τρόπος που δουλεύουμε έχει να κάνει πάντα με την αλλαγή. Παίρνουμε μια μουσική ιδέα και τη βάζουμε σε ένα μουσικό πλαίσιο διαφορετικό από αυτό στο οποίο ήταν αρχικά. Αυτό κάνουμε και με τα δικά μας κομμάτια, όπως συνέβη τελευταία και με το “Σημείωμα” που ήδη νιώθουμε ότι ο κόσμος το έχει αγαπήσει, όσο και με τα remix μας».

Τηλεοπτικά «πειράγματα»

Το «Κάτω Παρτάλι» στο MEGA και το «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα» στον ALPHA, οι δύο μεγαλύτερες τηλεοπτικές επιτυχίες της τελευταίας χρονιάς, έχουν στους τίτλους αρχής τους δικά τους κομμάτια: το «Xωριό μου, χωριουδάκι μου» με τη φωνή της Σοφίας Βέμπο και το «Η γυναίκα, η μουρμούρα» του Βασίλη Τσιτσάνη. Επιλογή των σκηνοθετών ήταν οι Imam Baildi να «πειράξουν» τα συγκεκριμένα κομμάτια. «Ηταν δύο κομμάτια τα οποία μάλλον δεν θα τα διαλέγαμε οι ίδιοι για να τα διασκευάσουμε», μου λένε ο Λύσανδρος και ο Ορέστης. «Δουλέψαμε με βάση τη λογική των σκηνοθετών και όχι τη δική μας, κάτι που ήταν αρκετά καινούριο για μας ως τρόπος δουλειάς. Δεν μας περιόρισε όμως αυτό, ίσα-ίσα που μας απελευθέρωσε, σαν να μας έλεγε κάποιος “κάν’ το έτσι”, τονίζοντας συγκεκριμένα στοιχεία που του είχαν αρέσει. Γι’ αυτό και η “Μουρμούρα” είναι ένα σπιρτόζικο τραγούδι, αστείο, χιουμοριστικό, ενώ το “Χωριό μου, χωριουδάκι μου” είναι πιο ονειρικό, μυστηριώδες και κινηματογραφικό. Μάλλον μόνοι μας δεν θα ’χαμε τολμήσει να τα κάνουμε έτσι. Τα διασκευάσαμε με τηλεοπτική λογική».

Λίγο πριν τους αποχαιρετήσω αναρωτιέμαι τι μπορεί τελικά να τους κεντρίσει το ενδιαφέρον σε κάποιο από τα δεκάδες παλιά τραγούδια, τι είναι εκείνο που μπορεί να τους βάλει σε δημιουργική διαδικασία με αυτά. «Μπορεί να είναι μια μουσική φράση, ένας στίχος ή ο συνδυασμός αυτών με μια δική μας ιδέα», μου εξηγούν. «Το αποκλειστικό κριτήριό μας είναι να είναι αξιόλογο το αποτέλεσμα, όχι το “να κάνουμε ένα τραγούδι του Τσιτσάνη” ή “να κάνουμε ένα τραγούδι πιο γρήγορο, πιο χορευτικό”. Να αρέσει σε μας τους ίδιους».
Οπως συνέβη με το τόσο αναγνωρίσιμό πια «Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα, προτού γνωρίσω εσένα που πρόσμενα καιρό», με το οποίο πρωτοξεκίνησαν. Το τόσο αθώο, αργό και ιδιαίτερα νοσταλγικό – κόντρα στη δική τους σημερινή μεγάλη φόρα της επιτυχίας.

Πηγή: Protothema.gr

Connect